bn:00051829n
Noun Concept
EL
κούτσουρο  κορμός  ημερολόγιο
EL
Μεγάλο κομμάτι από κορμό δέντρου ο οποίος έχει ξεραθεί και τεμαχιστεί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεγάλο κομμάτι από κορμό δέντρου ο οποίος έχει ξεραθεί και τεμαχιστεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations