bn:00051880n
Noun Concept
EL
αιματόξυλο
EL
Είδος πολύ σκληρού ξύλου που είναι καφε-κόκκινο στο εσωτερικό του και χρησιμοποιείται κυρίως στην παραγωγή κόκκινης βαφής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος πολύ σκληρού ξύλου που είναι καφε-κόκκινο στο εσωτερικό του και χρησιμοποιείται κυρίως στην παραγωγή κόκκινης βαφής Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet