bn:00011414n
Noun Concept
EL
Haematoxylum campechianum  αιματόξυλο  campeachy  campechianum  logwood
EL
Ακανθώδης θάμνος ή μικρό δένδρο της κεντρικής Αμερικής και των δυτικών Ινδιών που φέρει κίτρινα άνθη και σκληρό καφε-κόκκινο ξύλο που χρησιμοποιείται κυρίως στην παραγωγή μαύρης βαφής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ακανθώδης θάμνος ή μικρό δένδρο της κεντρικής Αμερικής και των δυτικών Ινδιών που φέρει κίτρινα άνθη και σκληρό καφε-κόκκινο ξύλο που χρησιμοποιείται κυρίως στην παραγωγή μαύρης βαφής Greek Open Multilingual WordNet
PART OF
IUCN CONSERVATION STATUS
PARENT TAXON
TAXON RANK
SUBSTANCE MERONYM
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations