bn:00051968n
Noun Concept
EL
βλέμμα  ματιά  Looking  κοιτάζοντας
EL
Ο τρόπος με τον οποίο κοιτά κανείς, η ιδιαίτερη εντύπωση που δίνει η ματιά του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο τρόπος με τον οποίο κοιτά κανείς, η ιδιαίτερη εντύπωση που δίνει η ματιά του Greek Open Multilingual WordNet
BabelNet
EL
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations