bn:00090448v
Verb Concept
EL
κοιτάζω
EL
Στρέφω το βλέμμα μου σε κάποιον ή σε κάτι, επικεντρώνω κάπου την προσοχή μου με σκοπό να δω κάποιον ή κάτι, κοιτάζω επίμονα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Στρέφω το βλέμμα μου σε κάποιον ή σε κάτι, επικεντρώνω κάπου την προσοχή μου με σκοπό να δω κάποιον ή κάτι, κοιτάζω επίμονα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet