bn:00052231n
Noun Concept
Categories: Λιπαντικά, Τεχνολογία, Μηχανική
EL
λιπαντικό  στιλβωτικό υλικό  λιπαντικά  λαδωτής  λιπαντική ουσία
EL
Ουσία ικανή να κάνει τις επιφάνειες απαλές ή γυαλισμένες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ουσία ικανή να κάνει τις επιφάνειες απαλές ή γυαλισμένες Greek Open Multilingual WordNet
Ένα λιπαντικό είναι μια ουσία που εισάγεται για να μειώσει την τριβή μεταξύ επιφανειών σε αμοιβαία επαφή, που τελικά μειώνει τη θερμότητα που παράγεται κατά την κίνηση των επιφανειών. Wikipedia
Ρευστή ή ημίρρευστη χημική ουσία η οποία τοποθετείται στα σημεία τριβής ενός μηχανήματος ή μια συσκευής Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations