bn:00052341n
Noun Concept
Categories: Αναπνευστικό σύστημα, Όργανα (βιολογία)
EL
πνεύμονας  πνεύμονες  πνεύμονα  πνευμονική
EL
Καθένα από τα δύο κύρια αναπνευστικά όργανα που βρίσκονται στη θωρακική κοιλότητα των σπονδυλόζωων και πραγματοποιούν την αιμάτωση ή οξυγόνωση του φλεβικού αίματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένα από τα δύο κύρια αναπνευστικά όργανα που βρίσκονται στη θωρακική κοιλότητα των σπονδυλόζωων και πραγματοποιούν την αιμάτωση ή οξυγόνωση του φλεβικού αίματος Greek Open Multilingual WordNet
Ο πνεύμονας είναι το όργανο του αναπνευστικού συστήματος στο οποίο ανταλλάσσεται το διοξείδιο του άνθρακα του αίματος με το οξυγόνο του εισπνεόμενου αέρα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations