bn:00052458n
Noun Concept
EL
φονικός όχλος  lynch mob  κατακρεούργησε  λιντσάρισμα  λιντσαρίσματα
EL
Εξαγριωμένο πλήθος που λιντσάρει κάποιον, δηλαδή τον κακοποιεί ή τον θανατώνει, χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη ή να υπάρχει κάποια νόμιμη εξουσία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Εξαγριωμένο πλήθος που λιντσάρει κάποιον, δηλαδή τον κακοποιεί ή τον θανατώνει, χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη ή να υπάρχει κάποια νόμιμη εξουσία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations