bn:00052744n
Noun Concept
EL
μαγνητοηλεκτρικός μηχανισμός  magnetoelectric μηχανή  μαγνητο  μανιατό
EL
Μικρό δυναμό με δευτερεύον πηνίο που παράγει υψηλή τάση δίνοντας τη δυνατότητα να δημιουργηθει σπινθήρας μεταξύ των πόλων σε ένα μπουζί βενζινοκίνητης μηχανής Greek Open Multilingual WordNet
English:
electrical
generator
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό δυναμό με δευτερεύον πηνίο που παράγει υψηλή τάση δίνοντας τη δυνατότητα να δημιουργηθει σπινθήρας μεταξύ των πόλων σε ένα μπουζί βενζινοκίνητης μηχανής Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations