bn:00053173n
Noun Concept
EL
ελιγμός
EL
Μια προμελετημένη συντονισμένη κίνηση, που απαιτεί επιδεξιότητα και ικανότητα, με κατεύθυνση ελικοειδή, οφιοειδή, ημικυκλική κ.τ.λ., και περιστροφική τροχιά, με συνεχείς αλλαγές κατευθύνσεως Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μια προμελετημένη συντονισμένη κίνηση, που απαιτεί επιδεξιότητα και ικανότητα, με κατεύθυνση ελικοειδή, οφιοειδή, ημικυκλική κ.τ.λ., και περιστροφική τροχιά, με συνεχείς αλλαγές κατευθύνσεως Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet