bn:00084792v
Verb Concept
EL
κατευθύνω
EL
Καθορίζω την πορεία, οδηγώ προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, δίνω τον κατάλληλο προσανατολισμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links