bn:00053308n
Noun Concept
Categories: Σφενδαμνοειδή, Καλλωπιστικά δέντρα
EL
σφένδαμος  σφενδάμι  σφεντάμι  Acer  Σφένδαμνος
EL
Οποιοδήποτε από τα δέντρα του γένους Acer που ευδοκιμεί στη βόρεια εύκρατη ζώνη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources