bn:00053458n
Noun Concept
Categories: Ορολογία οικονομικών, Εμπόριο, Αγορά (οικονομικά), Χρηματοπιστωτικές αγορές
EL
αγορά  αγορές  παγκόσμια αγορά
EL
Το σύνολο των συνθηκών που διέπουν τις οικονομικές συναλλαγές και οι οποίες διαμορφώνονται βάσει του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης, το σύνολο των αγοραπωλησιών Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
εμπόριο
Definitions
Relations
Sources
EL
Το σύνολο των συνθηκών που διέπουν τις οικονομικές συναλλαγές και οι οποίες διαμορφώνονται βάσει του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης, το σύνολο των αγοραπωλησιών Greek Open Multilingual WordNet
Γενικά με τον όρο αγορά στην οικονομική επιστήμη χαρακτηρίζεται ένας θεωρητικός χώρος στον οποίο απαντάται η προσφορά και ζήτηση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών, ή συγκεκριμένος χώρος που συγκεντρώνονται συναλλασόμενοι εμπορικά ή ακόμα και το σύνολο αυτών των συναλλασσομένων ή του είδους αυτών, κατά ακολουθούμενη πρακτική. Wikipedia
Εμπορική πράξη με την οποία αποκτάται κάποιο αγαθό. Wikipedia Disambiguation
μηχανισμοί όπου οι προσφορά και ζήτηση δημιουργούν συμφωνίες, διαδικασίες και θεσμούς (για φυσικούς χώρους χρησιμοποιήστε Q132510 ή Q330284) Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations