bn:00053461n
Noun Concept
Categories: Εμπορικά καταστήματα
EL
αγορά  λαϊκή αγορά  χώρος αγοράς  παζάρι  mart
EL
Χώρος σε μία πόλη όπου λειτουργεί υπαίθρια δημόσια αγορά Greek Open Multilingual WordNet
English:
place
Definitions
Relations
Sources
EL
Χώρος σε μία πόλη όπου λειτουργεί υπαίθρια δημόσια αγορά Greek Open Multilingual WordNet
Η λαϊκή αγορά είναι εβδομαδιαία διοργάνωση πώλησης φρέσκων τροφίμων με κύριο σκοπό την προμήθευση του πληθυσμού με βασικά προϊόντα διατροφής κατευθείαν από τον παραγωγό από την μια, και για να δώσει την δυνατότητα στον παραγωγό να διοχετεύσει τα προϊόντα του κατευθείαν στον καταναλωτή από την άλλη μεριά. Wikipedia
Τόπος περιστασιακής αγοραπωλησίας αγροτικών κυρίως αγαθών. Wikipedia Disambiguation
χώρος στον οποίο λειτουργεί αγορά ως διακίνηση αγαθών Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata Alias
WordNet Translations
EL