bn:00053765n
Noun Concept
EL
πατάκι  χαλάκι  ματ
EL
Παχύ επίπεδο προστατευτικό υλικό, χαλί, δαπέδου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Παχύ επίπεδο προστατευτικό υλικό, χαλί, δαπέδου Greek Open Multilingual WordNet
Το πατάκι είναι ένα κομμάτι από χοντρό ύφασμα ή πλαστικό ή άλλο υλικό, το οποίο χρησιμοποιείται για να μη λερώνεται το δάπεδο. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Translations
EL