bn:00035304n
Noun Concept
Categories: Αρχιτεκτονικά στοιχεία κτιρίων, Αυτοκίνητο
EL
δάπεδο  πάτωμα
EL
Επίπεδη κατώτατη επιφάνεια δωματίου ή κλειστού χώρου, πάνω στην οποία κάποιος περπατά Greek Open Multilingual WordNet
English:
surface
Definitions
Relations
Sources
EL
Επίπεδη κατώτατη επιφάνεια δωματίου ή κλειστού χώρου, πάνω στην οποία κάποιος περπατά Greek Open Multilingual WordNet
Το δάπεδο, γνωστό και ως πάτωμα, είναι η επιφάνεια του πυθμένα ενός δωματίου ή οχήματος. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations