bn:00054057n
Noun Concept
EL
πιανόλα  μηχανικό πιάνο  pianola  αναπαραγωγή πιάνο  πιανίστας
EL
Είδος μηχανικού πιάνου που τα πλήκτρα του μπαίνουν σε κίνηση με αυτόματο μηχανισμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος μηχανικού πιάνου που τα πλήκτρα του μπαίνουν σε κίνηση με αυτόματο μηχανισμό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Translations