bn:00054414n
Noun Concept
Categories: Μισθοφόροι
EL
μισθοφόρος  μισθοφόροι  μισθοφόρους
EL
Ο μισθοφόρος είναι πολεμιστής που παίρνει μέρος σε μια ένοπλη σύγκρουση χωρίς να είναι υπήκοος κάποιας από τις χώρες που εμπλέκονται στη σύρραξη και «το κίνητρό του για να λάβει μέρος στις εχθροπραξίες είναι η επιθυμία για ιδιωτικό όφελος». Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο μισθοφόρος είναι πολεμιστής που παίρνει μέρος σε μια ένοπλη σύγκρουση χωρίς να είναι υπήκοος κάποιας από τις χώρες που εμπλέκονται στη σύρραξη και «το κίνητρό του για να λάβει μέρος στις εχθροπραξίες είναι η επιθυμία για ιδιωτικό όφελος». Wikipedia
Στρατιώτης που πολεμά για ίδιο συμφέρον Wikidata
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations