bn:00064608n
Noun Concept
Categories: Επαγγέλματα, Κοινωνιολογία, Οικονομία
EL
επάγγελμα  επάγγελμά του
EL
Οι πρακτικές ή θεωρητικές γνώσεις που προϋποθέτει η άσκηση κυρίως ενός ελευθέριου ή επιστημονικού επαγγέλματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οι πρακτικές ή θεωρητικές γνώσεις που προϋποθέτει η άσκηση κυρίως ενός ελευθέριου ή επιστημονικού επαγγέλματος Greek Open Multilingual WordNet
Ο όρος επάγγελμα στη γενικότερη αντίληψη χαρακτηρίζει την κατά κλάδο ή αντικείμενο συνήθη ασκούμενη βιοποριστική ενασχόληση,, του κοινωνικού ανθρώπου. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikidata Alias