bn:00054417n
Noun Concept
Categories: Εμπόριο, Επαγγέλματα
EL
έμπορος  έμπορας  εμπορευόμενος  εμπόρισσα  έμποροι
EL
Κάθε φυσικό πρόσωπο που ασχολείται με το εμπόριο για βιοπορισμό, που μεταπωλεί εμπορεύματα για άντληση προσωπικού κέρδους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε φυσικό πρόσωπο που ασχολείται με το εμπόριο για βιοπορισμό, που μεταπωλεί εμπορεύματα για άντληση προσωπικού κέρδους Greek Open Multilingual WordNet
Έμπορος είναι το επάγγελμα εκείνου που ασχολείται με το εμπόριο. Wikipedia
Επιχειρηματίας που εμπορεύεται προϊόντα που έχουν παραχθεί από άλλους Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations