bn:00054545n
Noun Concept
EL
μετακάρπιο  μετακαρπίου  μετακαρπικά
EL
Το τμήμα του χεριού που βρίσκεται ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το τμήμα του χεριού που βρίσκεται ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations