bn:00054543n
Noun Concept
EL
μετακαρπικό οστό  μετακάρπιος  μετακαρπίου  μετακαρπίου οστού
EL
Οποιοδήποτε οστό που βρίσκεται ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources