bn:00054906n
Noun Concept
EL
μετανάστης
EL
Αυτός που έχει μεταναστεύσει, που κινείται από την μία περιοχή στην άλλη, από την μία χώρα στην άλλη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αυτός που έχει μεταναστεύσει, που κινείται από την μία περιοχή στην άλλη, από την μία χώρα στην άλλη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations