bn:00055629n
Noun Concept
Categories: Μοναστήρια, Θρησκευτικά κτίρια
EL
μοναστήρι  Μονή
EL
Το σύνολο οικημάτων μέσα στα οποία ζουν μοναχοί ή γενικότερα μέλη θρησκευτικής κοινότητας Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
θρησκεία
Definitions
Relations
Sources
EL
Το σύνολο οικημάτων μέσα στα οποία ζουν μοναχοί ή γενικότερα μέλη θρησκευτικής κοινότητας Greek Open Multilingual WordNet
Ένα μοναστήρι ή μονή είναι ένα κτίριο ή σύμπλεγμα κτιρίων που αποτελείται από καταλύματα και χώρους εργασίας μοναχών, που ζούνε, είτε σε κοινόβια, είτε μόνοι. Wikipedia
Θρησκευτικός χώρος που διαμένουν μοναχοί Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations