bn:00055730n
Noun Concept
Categories: Μονομερή
EL
μονομερές  μονομερή  μονομερούς  συμμονομερές
EL
Ένα μονομερές είναι ένα μόριο που μπορεί να συνδεθεί χημικά με άλλα μόρια ώστε να σχηματίσει ένα πολυμερές. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Ένα μονομερές είναι ένα μόριο που μπορεί να συνδεθεί χημικά με άλλα μόρια ώστε να σχηματίσει ένα πολυμερές. Wikipedia
Μόριο που μπορεί να συνδεθεί χημικά με άλλα μόρια ώστε να σχηματίσει ένα πολυμερές. Wikidata
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
WordNet Translations