bn:00055764n
Noun Concept
Categories: Διατροφολογία, Λιπίδια, Επιστήμη τροφίμων, Λιπαρά οξέα
EL
μονοακόρεστο λιπαρό οξύ  Μονοακόρεστα λιπαρά  μονοκορεσμένο λιπαρό οξύ  μονοακόρεστα
EL
Ακόρεστο λιπαρό οξύ, του οποίου η ανθρακική αλυσίδα έχει έναν διπλό ή τριπλό δεσμό σθένους ανά μόριο και βρίσκεται κυρίως στο ελαιόλαδο, στο κοτόπουλο και στα αμύγδαλα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ακόρεστο λιπαρό οξύ, του οποίου η ανθρακική αλυσίδα έχει έναν διπλό ή τριπλό δεσμό σθένους ανά μόριο και βρίσκεται κυρίως στο ελαιόλαδο, στο κοτόπουλο και στα αμύγδαλα Greek Open Multilingual WordNet
Στις επιστήμες βιοχημείας και διατροφής, το μονοακόρεστο λιπαρό οξύ είναι λιπαρό οξύ που στην υδρογονανθρακική αλυσίδα έχει έναν διπλό δεσμό ενώ όλοι οι υπόλοιποι δεσμοί μεταξύ των ατόμων άνθρακα είναι απλοί ομοιοπολικοί. Wikipedia