bn:00055848n
Noun Concept
Categories: Αρετή, Έννοιες στην Ηθική, Φιλοσοφικές έννοιες, Ηθική αρετή
EL
αρετή  ηθική ανωτερότητα  Αρεταϊκή ηθική  Ηθική αρετή  ηθική υπεροχή
EL
Η ικανότητα του να κάνει κάποιος το καλό και να αποφεύγει το κακό Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
φιλοσοφία
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ικανότητα του να κάνει κάποιος το καλό και να αποφεύγει το κακό Greek Open Multilingual WordNet
Με την έννοια της λέξης αρετή, εννοείται η ηθική αριστεία. Wikipedia