bn:00037691n
Noun Concept
EL
γενναιοδωρία  γενναιότης
EL
Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού που είναι πρόθυμος να προσφέρει στους άλλους χωρίς υπολογισμούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού που είναι πρόθυμος να προσφέρει στους άλλους χωρίς υπολογισμούς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations