bn:00056252n
Noun Concept
EL
μουριά  συκαμνιά
EL
Καθένα από τα δέντρα του γένους Morus, τα οποία έχουν εδώδιμα φρούτα που μοιάζουν με βατόμουρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένα από τα δέντρα του γένους Morus, τα οποία έχουν εδώδιμα φρούτα που μοιάζουν με βατόμουρα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations