bn:00056419n
Noun Concept
EL
κνημιαίος μυς  musculus κνημιαίου  κνημιαίου  κνημιαίου μυ
EL
Σκελετικός μυς που διαπερνά την κνήμη, επιτρέπει την κάμψη και την έκταση του ποδιού κατά το βάδισμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σκελετικός μυς που διαπερνά την κνήμη, επιτρέπει την κάμψη και την έκταση του ποδιού κατά το βάδισμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet