bn:00071085n
Noun Concept
Categories: Οστά του κάτω άκρου, Μακρά οστά
EL
κνήμη  κνημιαίο οστό  κνήμης  οστό της κνήμης
EL
Το ενδότερο και πιο χονδρό οστό του ανθρώπινου ποδιού ανάμεσα στο γόνατο και τον αστράγαλο Greek Open Multilingual WordNet
English:
bone
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ενδότερο και πιο χονδρό οστό του ανθρώπινου ποδιού ανάμεσα στο γόνατο και τον αστράγαλο Greek Open Multilingual WordNet
Η κνήμη είναι το μεγαλύτερο και πιο εσωτερικό οστό του κάτω άκρου κάτω από το γόνατο και αυτό που μεταφέρει το βάρος του σώματος. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations