bn:00056651n
Noun Concept
EL
μυρτιά
EL
Αειθαλές καλλωπιστικό φυτό που έχει μορφή θάμνου ή δέντρου με αρωματικά φύλλα και άσπρα μικρά άνθη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αειθαλές καλλωπιστικό φυτό που έχει μορφή θάμνου ή δέντρου με αρωματικά φύλλα και άσπρα μικρά άνθη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet