bn:00057123n
Noun Concept
EL
νεφέλιο
EL
(ιατρική) υγρό θεραπευτικό παρασκεύασμα που η χρήση του γίνεται με ψεκαστήρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ιατρική) υγρό θεραπευτικό παρασκεύασμα που η χρήση του γίνεται με ψεκαστήρα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet