bn:00006941n
Noun Concept
EL
ψεκαστήρας  εισπνευστήρας  σπρέι  ψεκαστήρα  εκνεφωτή
EL
Μικρή συσκευή ψεκασμού που περιέχει προωθητικό αέριο, έτσι ώστε το υγρό που περιέχεται να διαχέεται με ραντισμό Greek Open Multilingual WordNet
English:
solar physics
perfumery
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρή συσκευή ψεκασμού που περιέχει προωθητικό αέριο, έτσι ώστε το υγρό που περιέχεται να διαχέεται με ραντισμό Greek Open Multilingual WordNet