bn:00057149n
Noun Concept
Categories: Αξεσουάρ
EL
γραβάτα  λαιμοδέτης  γραβάτες
EL
Στενόμακρη, ειδικά ραμμένη λωρίδα υφάσματος που δένεται γύρω από το λαιμό, περνώντας κάτω από το γιακά του πουκαμίσου, και που είναι συμπλήρωμα της ανδρικής ιδίως αμφίεσης Greek Open Multilingual WordNet
English:
clothing
garment
Definitions
Relations
Sources
EL
Στενόμακρη, ειδικά ραμμένη λωρίδα υφάσματος που δένεται γύρω από το λαιμό, περνώντας κάτω από το γιακά του πουκαμίσου, και που είναι συμπλήρωμα της ανδρικής ιδίως αμφίεσης Greek Open Multilingual WordNet
Η γραβάτα ή πεοδείκτης, η οποία φοριέται κατά κύριο λόγο από άνδρες, είναι μια επιμήκης υφασμάτινη λωρίδα που δένεται γύρω από το λαιμό μέσω κόμπου. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations