bn:00071142n
Noun Concept
EL
πουκάμισο  πουκάμισα
EL
Εσωτερικό ελαφρό ρούχο με (κοντά ή μακριά) μανίκια και γιακά, που κουμπώνει μπροστά και καλύπτει τον κορμό από το λαιμό ως τη λεκάνη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Εσωτερικό ελαφρό ρούχο με (κοντά ή μακριά) μανίκια και γιακά, που κουμπώνει μπροστά και καλύπτει τον κορμό από το λαιμό ως τη λεκάνη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations