bn:00057345n
Noun Concept
EL
ισχιακό νεύρο  ισχιακού νεύρου  ισχιακό  νεύρο ischiadicus
EL
Ανέρχεται από την περιοχή του ιερού οστού και περνάει ενδιάμεσα του μηρού, όπου χωρίζεται στην πορεία στο κοινό περονιαίο και το κνημιαίο νεύρο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ανέρχεται από την περιοχή του ιερού οστού και περνάει ενδιάμεσα του μηρού, όπου χωρίζεται στην πορεία στο κοινό περονιαίο και το κνημιαίο νεύρο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations