bn:00057430n
Noun Concept
Categories: Ψυχανάλυση, Ψυχοπαθολογία, Ψυχολογικές παθήσεις και διαταραχές
EL
νεύρωση  νευρωτισμός  ψυχονεύρωση  νευροψυχικές  νευρώσεις
EL
Ψυχική διαταραχή που δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποια γνωστή νευρολογική ή οργανική δυσλειτουργία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ψυχική διαταραχή που δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποια γνωστή νευρολογική ή οργανική δυσλειτουργία Greek Open Multilingual WordNet
Με τον όρο νεύρωση εννοείται εκείνη η διαταραχή συμπεριφοράς σύμφωνα με την οποία το άτομο αδυνατεί ενίοτε να αντιμετωπίσει άγχος και τις ενδοψυχικές συγκρούσεις του. Wikipedia
Στον κλάδο της ψυχολογίας, ο νευρωτισμός θεωρείται βασικό στοιχείο της προσωπικότητας. Wikipedia