bn:00058685n
Noun Concept
EL
δημόσιο αξίωμα  εξουσία
EL
Ανώτατη βαθμίδα στην ιεραρχία της δημόσιας διοίκησης από την οποία κάποιος ασκεί εξουσία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ανώτατη βαθμίδα στην ιεραρχία της δημόσιας διοίκησης από την οποία κάποιος ασκεί εξουσία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations