bn:00058737n
Noun Concept
EL
ελαιόσπορος  ελαιούχων σπόρων  πλούσια σε πετρέλαιο σπόρου
EL
Ένας από τους πολλούς σπόρους που αποφέρουν λάδι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources