bn:00070253n
Noun Concept
Categories: Μορφολογία φυτών, Αναπαραγωγή των φυτών, Βοτανική, Αναπαραγωγή
EL
σπόρος  κόκκος  σπόρο  σπόρους
EL
Ο καρπός ή ο πυρήνας του καρπού ενός φυτού στον οποίο εμπεριέχονται τα αναπαραγωγικά εκείνα στοιχεία που του επιτρέπουν, όταν φυτευτεί, να μετεξελιχθεί σε φυτό Greek Open Multilingual WordNet
English:
agriculture
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο καρπός ή ο πυρήνας του καρπού ενός φυτού στον οποίο εμπεριέχονται τα αναπαραγωγικά εκείνα στοιχεία που του επιτρέπουν, όταν φυτευτεί, να μετεξελιχθεί σε φυτό Greek Open Multilingual WordNet
Σπόρος ή σπέρμα ονομάζεται το αναπαραγωγικό όργανο που ύστερα από γονιμοποίηση περιέχεται στον καρπό και προήλθε από τις σπερμοβλάστες. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations