bn:00059007n
Noun Concept
EL
κρεμμύδι
EL
Διετές ποώδες φυτό, του οποίου οι έντονα αρωματικοί σαρκώδεις βολβοί τρώγονται νωποί ή μαγειρεμένοι, φρέσκοι ή ξεροί και περιέχουν θειούχα πτητικά έλαια, που ερεθίζουν τα μάτια προκαλώντας δάκρυα Greek Open Multilingual WordNet
English:
dog
Definitions
Relations
Sources
EL
Διετές ποώδες φυτό, του οποίου οι έντονα αρωματικοί σαρκώδεις βολβοί τρώγονται νωποί ή μαγειρεμένοι, φρέσκοι ή ξεροί και περιέχουν θειούχα πτητικά έλαια, που ερεθίζουν τα μάτια προκαλώντας δάκρυα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary