bn:00059197n
Noun Concept
EL
καταπίεση  καταπιεσμένων  καταπιεστική
EL
Επιβολή ανελεύθερων μέτρων σε ένα λαό ή σε μια ομάδα πολιτών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources