bn:00059218n
Noun Concept
Categories: Γεωμετρική οπτική
EL
πρίσμα  Prismă  οπτικό πρίσμα
EL
Διαφανές στερεό σώμα με συνήθως τριγωνική βάση,που προκαλεί τη διάθλαση φωτεινής ακτίνας σε φάσμα ή την αντανάκλασή της Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
οπτική
Definitions
Relations
Sources
EL
Διαφανές στερεό σώμα με συνήθως τριγωνική βάση,που προκαλεί τη διάθλαση φωτεινής ακτίνας σε φάσμα ή την αντανάκλασή της Greek Open Multilingual WordNet
Στην Οπτική πρίσμα χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε διαφανές στερεό σώμα από ομοιογενές ισότροπο υλικό στο οποίο μια διερχόμενη ακτίνα λευκού φωτός μέσω αυτού αναλύεται στο φάσμα της. Wikipedia
BabelNet
EL
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations