bn:00059249n
Noun Concept
EL
πορτοκάλι
EL
Ο εδώδιμος στρογγυλού σχήματος καρπός της πορτοκαλιάς, που, όταν είναι ώριμος, έχει παχιά, αρωματική φλούδα με χρώμα μεταξύ κίτρινου και κόκκινου και σάρκα χυμώδη, γλυκόξινη και πλούσια σε βιταμίνη C Greek Open Multilingual WordNet
English:
botany
citrus
flavor
fruit
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο εδώδιμος στρογγυλού σχήματος καρπός της πορτοκαλιάς, που, όταν είναι ώριμος, έχει παχιά, αρωματική φλούδα με χρώμα μεταξύ κίτρινου και κόκκινου και σάρκα χυμώδη, γλυκόξινη και πλούσια σε βιταμίνη C Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata