bn:00059451n
Noun Concept
Categories: Ορυκτά, Μεταλλευτική
EL
μετάλλευμα  κοίτασμα ορυκτού  μεταλλεύματα  βαθμού μεταλλεύματος  κοίτασμα
EL
Κάθε ορυκτό που περιέχει ένα ή περισσότερα χρήσιμα μέταλλα σε εκμεταλλεύσιμη ποσότητα Greek Open Multilingual WordNet
English:
mineral
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε ορυκτό που περιέχει ένα ή περισσότερα χρήσιμα μέταλλα σε εκμεταλλεύσιμη ποσότητα Greek Open Multilingual WordNet
Μετάλλευμα είναι συγκέντρωση ενός ή περισσοτέρων ορυκτών, που δημιουργήθηκε κατόπιν γεωλογικών διεργασιών στο φλοιό της γής ή στην επιφάνειά της ή στο θαλάσσιο πυθμένα και από την οποία μπορεί να ληφθεί, με μια περισσότερο ή λιγότερο σύνθετη και οικονομικά συμφέρουσα επεξεργασία, ένα μέταλλο. Wikipedia