bn:00059614n
Noun Concept
EL
σησαμοειδές οστούν  σησαμοειδές  os sesamoideum  σησαμοειδές οστά  σησαμοειδές των οστών
EL
Καθένα από τα μικρά στρογγυλά οστάρια που εγκλείονται σε τένοντα ή αρθρική κάψα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένα από τα μικρά στρογγυλά οστάρια που εγκλείονται σε τένοντα ή αρθρική κάψα Greek Open Multilingual WordNet