bn:00059677n
Noun Concept
Categories: Παθήσεις του ενδοκρινικού συστήματος, Σκελετικές παθήσεις
EL
οστεοπόρωση
EL
Η οστεοπόρωση είναι χρόνια πάθηση του μεταβολισμού των οστών, κατά την οποία παρατηρείται σταδιακή μείωση της πυκνότητας και ποιότητάς τους, με αποτέλεσμα αυτά με την πάροδο του χρόνου να γίνονται πιο εύθραυστα και λεπτά. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Η οστεοπόρωση είναι χρόνια πάθηση του μεταβολισμού των οστών, κατά την οποία παρατηρείται σταδιακή μείωση της πυκνότητας και ποιότητάς τους, με αποτέλεσμα αυτά με την πάροδο του χρόνου να γίνονται πιο εύθραυστα και λεπτά. Wikipedia
Χρόνια πάθηση του μεταβολισμού των οστών που προκαλεί σταδιακή μείωση της πυκνότητας και ποιότητας των οστών Wikidata
Wikipedia
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations