bn:00060310n
Noun Concept
Categories: Καλλιέργειες, Φυτικά έλαια, Τροπική γεωργία
EL
φοινικέλαιο
EL
Λάδι από καρπούς φοίνικα, ειδικά το αφρικάνικο φοινικέλαιο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Λάδι από καρπούς φοίνικα, ειδικά το αφρικάνικο φοινικέλαιο Greek Open Multilingual WordNet
Το φοινικέλαιο είναι ένα εδώδιμο φυτικό έλαιο που προέρχεται από το μεσοκάρπιο των φρούτων ελαιοφοίνικων, κυρίως του Αφρικάνικου ελαιοφοίνικα Elaeis guineensis, και σε μικρότερο βαθμό από τον Αμερικανικό ελαιοφοίνικα Elaeis oleifera και τον φοίνικα μαρίπα Attalea maripa. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations