bn:00060642n
Noun Concept
EL
παρέγχυμα  στηρικτικού
EL
(βοτ.) μαλακός και σπογγώδης ιστός των φύλλων, των καρπών και των νεαρών κλαδιών των φυτών Greek Open Multilingual WordNet
English:
botany
Definitions
Relations
Sources
EL
(βοτ.) μαλακός και σπογγώδης ιστός των φύλλων, των καρπών και των νεαρών κλαδιών των φυτών Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations